Υποκατηγορία Γυναίκες

Ελισάβετ (Ζαμπέτα ή Ζαμπία) Κολοκοτρώνη

Η γυναίκα-μητέρα στην Επανάσταση του 1821 υπήρξε σύμβολο αντοχής και αυταπάρνησης.

Περιγραφή

“Η Ελισάβετ Κωτσάκου, γνωστή ως Ζαμπέτα ή Ζαμπία, γεννήθηκε περί το 1750 στην Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Ήταν σύζυγος του περίφημου κλέφτη Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και μητέρα του σπουδαίου αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1780, κατά την πολιορκία του πύργου της Καστανίτσας στη Μάνη, η «Καπετάνισσα Ζαμπία» ανέλαβε την ανατροφή των πέντε παιδιών της. Αρχικά εγκαταστάθηκε στη Μηλιά Μεσσηνίας μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, Θεόδωρο, και την κόρη της αλλά σύντομα κατάφερε να εξαγοράσει από τους Τούρκους τα υπόλοιπα παιδιά που κρατούνταν αιχμάλωτα. Η οικογένεια μετακινείται διαρκώς και βρίσκει καταφύγιο σε σπίτια συγγενών. Οι υιοί της Ζαμπίας ακολουθούν τον δρόμο της κλεφτουριάς και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Πελοπόννησο την περίοδο του μεγάλου διωγμού των κλεφτών του Μοριά (1805-1806). Ο δευτερότοκος υιός της, Γιάννης, χάθηκε σε μια συμπλοκή. Εκείνη μετοίκησε στη Ζάκυνθο για να φροντίσει την οικογένεια του Θεόδωρου, συμβάλλοντας στην ανατροφή των εγγονών της. Πέθανε στην ελεύθερη Πελοπόννησο το 1832.
Οι μητέρες, παρά τις κακουχίες, τις στερήσεις και τους κινδύνους, στάθηκαν πυρήνες ζωής και δύναμης, στηρίζοντας τις οικογένειές τους, φροντίζοντας τα παιδιά, εξασφαλίζοντας τα αναγκαία, καλλιεργώντας τα χωράφια, ενθαρρύνοντας τους αγωνιστές, κρατώντας ψηλά το ηθικό της κοινότητας. Η καθημερινή υπέρβαση της γυναίκας – μητέρας αποτέλεσε θεμέλιο του Αγώνα και της επιβίωσης του ελληνικού λαού.
«Συνάντησα πολλές φορές γυναίκες να κρατούν το νεογνό τους στα χέρια και να φέρνουν στους ώμους φορτίο με ξύλα, που εγώ δεν θα μπορούσα να τα βαστάξω.»
Χάου Σάμουελ, Ημερολόγιο από τον Αγώνα 1825-1829, Βιβλιοπωλείο Νότη Καραβία, Αθήνα, 1971, σ.51

Ο Φωτάκος αναφέρει ένα χαρακτηριστικό περιστατικό που συνέβη στις 12 Ιουλίου του 1822 στο χωριό Αχλαδόκαμπος της Αργολίδας, όταν ζητήθηκε από τις γυναίκες του χωριού να μεταφέρουν τροφή για τους στρατιώτες και τα άλογα των οπλαρχηγών που είχαν στρατοπεδεύσει στη θέση «Βρουσούλα ή Νεράκια» :
«Αι γυναίκες του χωριού με μεγάλην των προθυμία έφεραν φορτωμέναι τροφάς και τους άνδρας των εμπρός με τα άρματα, τους παρέδωσαν εις τον αρχηγόν, και είπαν Να τους άνδρας μας, να τους πάρης εις τον πόλεμον, και αν δεν ήναι παληκάρια να βγάλουν τα άρματα και να τα φορέσωμεν εμείς∙ τέτοιους άνδρας δεν τους θέλομεν.»
Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τύποις και βιβλιοπωλείω Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνησι, 1858, σ.191.