Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αποτελεί κεντρική μορφή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Διακρίθηκε για τη στρατηγική του ικανότητα, την οξυδέρκεια και την ευελιξία κατά την οργάνωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Θεωρείται μια εμβληματική προσωπικότητα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απρίλιου 1770 στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας, στη θέση «Ρουπάκι». Ήταν υιός του περίφημου κλέφτη Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και της Ζαμπέτας (Ζαμπίας), το γένος Κωτσάκη. Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1780 στον πύργο της Καστανίτσας, η μητέρα του μετέφερε την οικογένεια από τη Μηλιά Μεσσηνίας στο πατρικό της σπίτι στην Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Ο Θεόδωρος και τα αδέλφια του τέθηκαν υπό την προστασία του θείου τους, Αναγνώστη Κολοκοτρώνη και το 1785 μετακομίζουν στο χωριό Άκοβος. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διορίστηκε αρματολός στην επαρχία Λεονταρίου και το 1790 νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Καρούσου, κόρη του προεστού του Ακόβου.
«(…) Έκτισα σπήτια, επήρα προικιό ελιαίς, αμπέλι, έγεινα νοικοκύρης, εφύλαγα και το Βιλαέτη∙ εστεκόμαστε πάντοτε με το τουφέκι∙ μας εφθόνησαν οι Τούρκοι και ήθελαν να μας σκοτώσουν, δεν ημπορούσαν όμως, διότι ο τόπος ήτον σε άκρη∙ και επολεμούσαν (να μας χαλάσουν) με κάθε τέχνη∙ (…) Οι Τούρκοι αφάνισαν όλα τα αγαθά μας, και έδωσαν διαταγήν : όπου ακουσθούμε να μας χαλάσουν. Έμεινα με δώδεκα Κολοκοτροναίους μικρώτεροι εις την ηλικίαν επήγαμεν εις την Μάνην, αφήκαμεν ταις φαμίλιαις μας και έπειτα εγυρήσαμε, εσηκωθήκαμε φανερά, εσυνάξαμε στρατιώτας πότε 60 πότε ολιγωτέρους. Εμείναμε 2 χρόνους κλέφταις∙ έπειτα ίδαν πως δεν εμπορούν να μας κάμουν τίποτε και μας έβαλαν πάλαι αρματωλούς∙ είχα το Λεοντάρι και την Καρύταινα, έκαμα 4,5 χρόνους αρματωλός. (…) Ότανε ίμεθα αρματωλοί, τα παιδία μας ήταν είς την Μάνην, εις την Καστανιά την μεγάλην∙ (…). Είς τους έξη χρόνους επάνου, έβγαλα τα παιδιά μου εις ένα χωριό Γράνιτζα πλησίον της Καλαμάτας, διατί μου ήρχετο καλήτερα δια την ζωοτροφίαν (…)»
Κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών της Πελοποννήσου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετέφερε την οικογένειά του στη Ζάκυνθο για ασφάλεια και εντάχθηκε, για ένα μικρό διάστημα, στην υπηρεσία των Ρώσων που είχαν εγκατασταθεί στα Ιόνια νησιά στο πλαίσιο ίδρυσης της Επτανήσου Πολιτείας. Σύντομα, όμως, επέστρεψε στην κλεφτουριά της Πελοποννήσου μαζί με τον αδελφό του Γιάννη Κολοκοτρώνη.
«Το, κλέφτης, ήτον καύχημα∙έλεγε: είμαι κλέφτης, και η ευχή των πατέρων ενός παιδιού ήτον να γίνη κλέφτης∙»
Τον Μάιο του 1806 βρέθηκε ξανά στη Ζάκυνθο και έπειτα, σε συνεννόηση με τον Αναγνωσταρά και τους Πετμεζαίους, ανέλαβε ως καπετάνιος σε ένα πλοίο (σαμπέκο με δέκα κανόνια) και πήγε στην Κέρκυρα για να λάβει άδεια να πολεμήσει τους Οθωμανούς στο πλευρό των Ρώσσων. Μετά την Συνθήκη του Τίλσιτ (1807) και την παράδοση των Ιονίων Νήσων στον Ναπολέοντα Α΄, ο Κολοκοτρώνης, πολέμησε τους Οθωμανούς στο Βόρειο Αιγαίο. Πέρασε από το Άγιον Όρος και τη Σκιάθο προτού επιστρέψει στη Μάνη έχοντας ως τελικό προορισμό του τη Ζάκυνθο. Στο διάστημα αυτό υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος και έλαβε μέρος σε διάφορες συγκρούσεις. Ακόμη, ήρθε σε επαφή με τον Γάλλο στρατηγό François-Xavier Donzelot, στην Κέρκυρα, με σκοπό να οργανώσουν ένα στρατιωτικό σώμα και να προετοιμάσουν επίθεση κατά των Οθωμανών, αλλά το σχέδιο δεν προχώρησε λόγω της κατάληψης της Ζακύνθου από τους Άγγλους. Από τον Σεπτέμβριο έως τον Ιανουάριο του 1809 έμεινε στη Λευκάδα. Τον Μάιο του 1810 προήχθη σε μαγγιώρο (ταγματάρχη) του αγγλικού ναυτικού, και έμεινε για λίγο στη Ζάκυνθο. Από τη θητεία του στο Ελληνικό Ελαφρύ Πεζικό του αγγλικού στρατού πολέμησε τους Γάλλους έως το 1816 και αποκόμισε πολύτιμη στρατιωτική εμπειρία.
«50 χρόνους είχα όταν εβγήκα εις την επανάστασι.»
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία την 1η Δεκεμβρίου 1818 στον Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου στη Ζάκυνθο, από τον Χρήστο Παπαγεωργίου, γνωστό ως «Αναγνωσταρά». Ο ίδιος υποστηρίζει στα Απομνημονεύματά του ότι κατήχησε πολλούς στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά, μεταξύ των οποίων κάποιους καπετάνιους σπετσιώτικων και υδραίικων πλοίων. Το 1819 πέρασε από την Κέρκυρα, προφασιζόμενος ότι ήθελε να ζητήσει τα δεδουλευμένα του από την αγγλική διοίκηση, με απώτερο σκοπό να συναντήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια που βρισκόταν στο νησί. Στις 6 Ιανουαρίου του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα επιστρέψει στην Πελοπόννησο. Τον Ιούνιο του 1820 η Φιλική Εταιρία τον είχε θέσει επικεφαλής των πελοποννησιακών στρατευμάτων αναγνωρίζοντας την εμπειρία και τις ηγετικές του ικανότητες, οι οποίες θα αναδειχθούν στις σημαντικές μάχες της Καρύταινας και του Βαλτετσίου αλλά και στην καθοριστική για τον Αγώνα, Πολιορκία και Άλωση της Τριπολιτσάς. Η θρυλική Μάχη στα Δερβενάκια, τον Ιούλιο του 1822, τον καθιέρωσε μεταξύ των επαναστατών ως Αρχιστράτηγο καθώς εκεί ξεδίπλωσε την στρατιωτική του ιδιοφυΐα.
«(…) Εσηκώθηκα και εγώ και επήγα είς το Άστρος, εκεί είμεθα χωρισμένοι φανερά δύο κόμματα, το ένα ελέγετο των Προεστών και του άλλου του Κολοκοτρώνη. (…)»
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης οι αντιθέσεις μεταξύ των αγωνιστών οξύνθηκαν. Μετά τη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, αφαιρέθηκε ο τίτλος του Αντιστράτηγου από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και καταργήθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία. Πρόεδρος του Εκτελεστικού διορίσθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Το φθινόπωρο του 1823, οι εσωτερικές έριδες θα εξελιχθούν σε κανονικό εμφύλιο πόλεμο. Την επόμενη χρονιά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θρήνησε τον χαμό του πρωτότοκου υιού του Πάνου, ο οποίος σκοτώθηκε σε ενέδρα των Κυβερνητικών στις 13 Νοεμβρίου 1824.
«Άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος∙πολιορκούν το Ναύπλιον δια ξηράς και θαλάσσης, στέλνουν και στρατεύματα εις την Τριπολιτζά, μας πολιορκούν∙κάμνωμεν ένα μήνα πολιορκημένοι∙ ο Λόντος, Νοταράς, Ζαφυρόπουλος, Μπάρμπογλης, Γιατράκος, έκαμναν την πολιορκίαν. (…)»
Η β΄ φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825) κορυφώθηκε με τη φυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και των συμμάχων του, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Στη διάρκεια της παραμονής του θα γνωρίσει τη μοναχή Μαργαρίτα, κόρη του Αγγελή Βελισσάρη από τα Χαλικιάνικα Καλαβρύτων, με την οποία απέκτησε τον μικρότερο υιό του.
«(…) μας εμβαρκάρησαν εις μίαν Γολέταν, Γοργώ, ήτον και ο Σκούρτης και μας επήγαν εις την Ύδραν. Εκαθήσαμεν δύο ημέραις και μας έστειλαν στον Προφήτη άγιον Ηλίαν, ένα μοναστήρι. Εκαθήσαμεν 4 μήνας∙(…)»
Οι Αντικυβερνητικοί θα αποφυλακιστούν τον Μάιο του 1825 για να συνδράμουν στον Αγώνα κατά του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο. Ο Κολοκοτρώνης θα ηγηθεί ξανά των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο και θα πετύχει σημαντικές νίκες κατά του αιγυπτιακού στρατού. Το 1826, εγκαταστάθηκε στο Κάστρο της Καρύταινας, καθώς χρησίμευε ως ορμητήριο κατά του Ιμπραήμ και ως καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα της περιοχής. Οργάνωσε τα στρατόπεδα των Ελλήνων και φρόντισε για τον ανεφοδιασμό τους. Αντιμετώπισε με σκληρότητα εκείνους που «προσκύνησαν» και απαίτησε πειθαρχία από τα στρατεύματα και τους κατοίκους.
«Η αρχηγία ενός στρατεύματος Ελληνικού ήτον μια τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, να του φεύγουν κάθε ημέρα και πάλιν να έρχωνται∙να βαστάη ένα στρατόπεδον με ψέμματα, με κολακείαις, με παραμύθια∙να του λείπουν και ζωοτροφίαις και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζη ο αρχηγός∙ενώ είς την Ευρώπην ο Αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθ’εξής∙έκανε το σχέδιον του και εξεμπέρδευε. (…)»
Στην Γ΄Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στήριξε την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Α΄Κυβερνήτη της Ελλάδας, με επταετή θητεία. Περιόδευσε στον Πόρο στο πλευρό του Κυβερνήτη και στη συνέχεια επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να συντονίσει τις ελληνικές δυνάμεις. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 εκλέχθηκε μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος, μαζί με τον Αυγουστίνο Καποδίστρια και τον Ιωάννη Κωλέττη, η οποία ανέλαβε τη διοίκηση των απελευθερωμένων ελληνικών εδαφών. Αποδέχθηκε την εκλογή του Όθωνα αλλά παρέμεινε επιφυλακτικός απέναντι στις πολιτικές προθέσεις της Αντιβασιλείας. Τον Σεπτέμβριο του 1833, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνελήφθη μαζί με τον Δημητράκη Πλαπούτα με την κατηγορία της «συνομωσίας κατά του βασιλέως» και οδηγήθηκαν στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Στις 25 Μαϊου 1834 καταδικάστηκαν σε θάνατο αλλά λόγω της κοινωνικής κατακραυγής η ποινή τους μετατράπηκε αρχικά σε ισόβια και τελικά χορηγήθηκε αμνηστία από τον βασιλιά Όθωνα και αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο Κολοκοτρώνης έλαβε τον τίτλο του Στρατηγού και το αξίωμα του Συμβούλου της Επικράτειας.
«Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς∙ημείς αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθή πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτηθήκαις μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει την δύναμιν την εδικήν μας, την τουρκική δύναμη∙τώρα όπου ενικήσαμεν, όπου ετελειώσαμεν με καλό τον πόλεμόν μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα∙αν δεν ευτυχούσαμε ηθέλαμεν τρώγει κατάραις, αναθέματα.»
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης απεβίωσε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 1843 μετά από ισχαιμικό επεισόδιο. Η Πολιτεία θέλησε να τον τιμήσει κηρύσσοντας τριήμερο εθνικό πένθος. Από τον γάμο του με την Αικατερίνη Καρούσου είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά, τον Πάνο (1798 – 1824), τον Ιωάννη – Γενναίο (1805 – 1868), τον Νικόλαο – Κολλίνο (1810 – 1848) και την Ελένη, και από την σχέση του με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη τον Παναγιώτη (1836 – 1893).
Τα αποσπάσματα των απομνημονευμάτων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη προέρχονται από το βιβλίο Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Τύποις Ν. Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, Αθήνησιν, 1846.