Νικήτας (Νικηταράς) Σταματελόπουλος
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός ως «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος» είναι ένας από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου, με συμμετοχή σε καίριες πολεμικές αναμετρήσεις στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Διακρίθηκε για τη γενναιότητα, την εντιμότητα, την ανιδιοτέλεια του χαρακτήρα του, καθώς και για τον σεβασμό και την αφοσίωση στον σκοπό του Αγώνα.
“Ο Νικήτας (Νικηταράς) Σταματελόπουλος γεννήθηκε το 1782 στη Μεγάλη Αναστασόβα (Νέδουσα) Αρκαδίας. Ήταν υιός του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα με καταγωγή από το χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης και της Σοφίας Καρούσου, κόρης του προεστού του Ακόβου και αδελφής της Αικατερίνης, συζύγου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ο Σταματέλος Τουρκολέκας συνεργαζόταν με τον περίφημο Καπετάν Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη και δρούσε κυρίως στην επαρχία Λεονταρίου. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ακολούθησε τον πατέρα του στο βουνό σε ηλικία 11 ετών και αργότερα τέθηκε υπό την προστασία του Καπετάν Ζαχαρία και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών του Μοριά, ο Σταματέλος Τουρκολέκας μετέφερε την οικογένειά του στη Ζάκυνθο και τέθηκε στην υπηρεσία του ρωσικού και έπειτα του γαλλικού στρατού. Το 1816 επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο, αιχμαλωτίστηκε και εκτελέσθηκε στη Μονεμβασιά μαζί με τον μικρότερο υιό του Ιωάννη Τουρκολέκα και τον υιό του Καπετάν Ζαχαριά, Αναγνώστη. Ο Ιωάννης Τουρκολέκας τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Παιδομάρτυρας.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος νυμφεύθηκε το 1805 την κόρη του Καπετάν Ζαχαριά, Αγγελίνα και μετοίκησε στα Επτάνησα μαζί με την οικογένειά του. Το 1807 υπηρέτησε τους Αυτοκρατορικούς Γάλλους και το 1809 γνώρισε τον Ιρλανδό διοικητή Richard Church, τέθηκε στην υπηρεσία του και τον ακολούθησε στη Σικελία και τη Νεάπολη. Στις 18 Οκτωβρίου του 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη. Ήταν ιδιαίτερα δραστήριο μέλος και εργάστηκε για την διεύρυνση του δικτύου των Φιλικών, απευθυνόμενος κυρίως σε στρατιωτικούς στην Πελοπόννησο. Το 1818 συμμετείχε σε ένα αιματηρό επεισόδιο στο χωριό Αλωνίσταινα Αρκαδίας με θύματα δύο Οθωμανούς, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να διαφύγει ξανά στα Επτάνησα.
Τον Φεβρουάριο του 1821 έχει επιστρέψει στην Πελοπόννησο. Τον Μάρτιο αναλαμβάνει, μαζί με τον Αναγνωσταρά, την παραλαβή και μεταφορά ενός φορτίου πολεμοφοδίων που απέστειλαν οι Φιλικοί της Σμύρνης, μετά από παρότρυνση του Παπαφλέσσα, στο λιμάνι του Αλμυρού της Καλαμάτας. Η παρουσία ενόπλων θορύβησε τους Οθωμανούς της περιοχής και οι Έλληνες για να τους καθησυχάσουν διέδωσαν ότι πρόκειται για φορτίο ελαιολάδου και ότι η παρουσία ενόπλων στη συνοδεία είναι μέτρο προστασίας απέναντι στους ληστές της περιοχής. Με αυτό το τέχνασμα παρακίνησαν τον βοεβόδα της Καλαμάτας, Σουλεϊμάν Αγά Αρναούτογλου να ζητήσει την ενίσχυση της φρουράς του με ενόπλους από τη Μάνη. Έτσι, οι Έλληνες περικύκλωσαν την Καλαμάτα και ανάγκασαν τον βοεβόδα να παραδώσει την πόλη. Στις 25 Μαρτίου αναχώρησε με σώμα ενόπλων προς την Καρύταινα και στις 31 Μαρτίου αντιμετώπισε τις οθωμανικές δυνάμεις στη θέση Καλογεροβούνι μαζί με τους Κυριακούλη και Ιωάννη Μαυρομιχάλη.
Ικανός και γενναίος μαχητής, ανέλαβε την αρχηγία ενόπλου σώματος περίπου 800 ανδρών στη νικηφόρα Μάχη του Βαλτετσίου και επέδειξε απαράμιλλη ανδρεία στη Μάχη των Βερβένων – Δολιανών, όπου πολέμησε επί ώρες ακατάβλητος και ακούραστος. Τον Απρίλιο του 1822 συντάσσεται με τον Στερεοελλαδίτη οπλαρχηγό Γιάννη Δυοβουνιώτη και δίνουν τη νικηφόρα μάχη στη Στυλίδα, αλλά σύντομα θα επιστρέψει στην Πελοπόννησο για να αντιμετωπίσει τον στρατό του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη. Στη Μάχη του Αγιονορίου Κορινθίας, όπου θα λάβει το προσωνύμιο «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος», ξεχωρίζει για την ανιδιοτέλειά του καθώς αρνείται ακόμη μια φορά να διεκδικήσει μερίδιο από τα λάφυρα. Τον Αύγουστο του 1823 αντιμετώπισε τον Ομάρ Μπέη, Πασά της Καρύστου στη νικηφόρα μάχη της Κάντζας Αττικής.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, παρά τις αρχικές προσπάθειες για συμβιβασμό, τάσσεται στο πλευρό του θείου του, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και συγκρούεται επανειλημμένα με τα ένοπλα σώματα των Κυβερνητικών στη Στερεά Ελλάδα. Υπό την προστασία του Γεωργίου Τσόγκα συμμετείχε σε μάχες της Δυτικής Στερεάς και πολέμησε στη Β’ Πολιορκία του Μεσολογγίου υπό την καθοδήγηση του αρματολού Δημήτρη Μακρή. Η αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη τον Μάιο του 1825 σηματοδοτεί την επιστροφή του Νικηταρά στην Πελοπόννησο με σκοπό την αντιμετώπιση των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ Πασά. Τον επόμενο χρόνο εκστράτευσε εκ νέου στη Στερεά Ελλάδα και τέθηκε υπό την αρχηγία του Αρχιστράτηγου Γεώργιου Καραϊσκάκη, λαμβάνοντας μέρος στη Μάχη της Αράχωβας το φθινόπωρο του 1826 και στη Μάχη του Ανάλατου στο Φάληρο το 1827.
Ο Νικηταράς ήταν φρούραρχος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, η οποία εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια Α’ Κυβερνήτη της Ελλάδας. Υποστήριξε την καποδιστριακή διακυβέρνηση και συμμετείχε στις μάχες του Δυτικού Στρατοπέδου υπό την καθοδήγηση του Richard Church. To 1829 oρίσθηκε φρούραρχος της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους και συμμετείχε ως πληρεξούσιος της επαρχίας Λεονταρίου. Το 1830 διορίσθηκε Γενικός Αρχηγός της Πολιτοφυλακής Πελοποννήσου και δύο χρόνια αργότερα Γενικός Αρχηγός του Στρατοπέδου Κορίνθου έπειτα του Στρατοπέδου Μεσσηνίας. Τον Σεπτέμβριο του 1834 συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Παλαμήδι με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας ως αντικαθεστωτικός, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος. Έλαβε τον βαθμό του Συνταγματάρχη και τοποθετήθηκε ως στρατιωτικός νομοεπιθεωρητής Μεσσηνίας αλλά συνελήφθη ξανά το καλοκαίρι του 1834. Τον Δεκέμβριο του 1839 ο Νικηταράς κατηγορήθηκε για συμμετοχή στη φιλορωσική οργάνωση Φιλορθόδοξος Εταιρεία, μαζί με τον Γεώργιο Καποδίστρια, αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια. Συνελήφθη, φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε στην Αίγινα. Αν και τελικώς αθωώθηκε, η δοκιμασία αυτή επέφερε σοβαρή επιβάρυνση στην υγεία του.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως τρόφιμος σε πτωχοκομείο του Πειραιά και πέθανε παραμελημένος, άρρωστος και σχεδόν τυφλός το 1849. Υπήρξε ένας έντιμος, γενναίος, σεμνός και ανιδιοτελής αγωνιστής, του οποίου η προσφορά και το ήθος άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης.”