Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, δευτερότοκος υιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ήταν ένας από τους νεότερους αγωνιστές του 1821. Διακρίθηκε για τη μαχητικότητα, το θάρρος, την αφοσίωση και την υπακοή στον πατέρα του. Μετά την Ανεξαρτησία ακολούθησε στρατιωτική και πολιτική σταδιοδρομία· διετέλεσε υπουργός και αργότερα πρωθυπουργός επί Όθωνα (1862). Αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικές μορφές της πρώτης γενιάς πολιτικοστρατιωτικών του νεοελληνικού κράτους.
O Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης γεννήθηκε μάλλον στη Ζάκυνθο το 1805 και ήταν ο δευτερότοκος υιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της Αικατερίνης Καρούσου, κόρης του προεστού του Ακόβου. Η οικογένεια Κολοκοτρώνη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών του Μοριά και έτσι ο Ιωάννης μεγάλωσε στη Ζάκυνθο. Την μόρφωσή του ανέλαβα ιεροδιδάσκαλοι, αλλά σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Πάνο Κολοκοτρώνη, δεν ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής. Πριν το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης εργαζόταν ως ναύτης σε ένα σπετσιώτικο πλοίο.
Στις 25 Μαρτίου του 1821, ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον μεγαλύτερο αδελφό του, Πάνο, και πέρασε από τη Ζάκυνθο στον όρμο Πυργί στην Ηλεία με σκοπό να πολεμήσει στο πλευρό του πατέρα του. Η πρώτη μεγάλη μάχη στην οποία έλαβαν μέρος τα αδέλφια Κολοκοτρώνη συνέβη στον Πύργο Ηλείας, υπό την ηγεσία του Χαράλαμπου Βιλαέτη, εναντίον των Λαλαίων Τούρκων που κυριαρχούσαν στην περιοχή. Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης ήταν μόλις 16 ετών.
Ο νεαρός Ιωάννης Κολοκοτρώνης συμμετείχε σε πολλές σημαντικές μάχες της Πελοποννήσου και αργότερα της Στερεάς Ελλάδας. Λόγω του θάρρους και της μαχητικότητάς του, έλαβε το προσωνύμιο «Γενναίος», με το οποίο έμεινε γνωστός. Μετά την Πολιορκία και την Άλωση της Τριπολιτσάς, έλαβε διαταγή, από τον πατέρα του, να μετακινηθεί στην περιοχή της Αργολίδας, όπου έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και στη β΄πολιορκία του Ακροκόρινθου, ενώ συμμετείχε και στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Πάτρας. Το 1822, ηγείται στρατιωτικού σώματος που απαρτίζεται από 450 Γορτυνίους, συμμετέχει στην εκστρατεία της Δυτικής Ελλάδος, υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, αλλά αποχωρεί πριν τη Μάχη του Πέτα, λόγω της εισβολής του Δράμαλη στην Πελοπόννησο. Παρότι δεν έλαβε μέρος στη σπουδαία Μάχη των Δερβενακίων, απώθησε τα υπολείμματα του οθωμανικού στρατού από την περιοχή. Τον Οκτώβριο του 1823, κατά την γ΄ πολιορκία του Ακροκορίνθου, διορίσθηκε από το Εκτελεστικό επικεφαλής αγήματος με σκοπό να συνδράμει τους Ιωάννη Νοταρά και Στάικο Σταϊκόπουλο.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου υποστήριξε την παράταξη των Αντικυβερνητικών με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Στις 21 Νοεμβρίου του 1824 ο Γενναίος ανέλαβε τη στρατιωτική ηγεσία του σώματος Κολοκοτρώνη μετά τον χαμό του αδελφού του. Την περίοδο που ο πατέρας του ήταν φυλακισμένος στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα, ο Γενναίος απομονώθηκε σε ένα μοναστήρι έξω από τη Στεμνίτσα Αρκαδίας.
Η απόβαση των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο είχε ως αποτέλεσμα την επάνοδο της οικογένειας Κολοκοτρώνη στις πολεμικές επιχειρήσεις του Μοριά. Ο Γενναίος συμμετείχε ως ανεξάρτητος καπετάνιος στις μάχες των Τρικόρφων και της Δραμπάλας το 1825 και πολέμησε κατά των δυνάμεων του Μεχμέτ Αγά στη Μαντίνεια το 1826. Τον Μάρτιο του 1827 ως Στρατηγός Γενναίος Κολοκοτρώνης, επικεφαλής ενός ισχυρού ένοπλου σώματος, εκστράτευσε στην Αττική και ενσωματώθηκε στον στρατό του Αρχιστράτηγου των δυνάμεων της Στερεάς Ελλάδας, Γεώργιου Καραϊσκάκη. Ο θάνατος του Καραϊσκάκη στη Μάχη του Ανάλατου στο Φάληρο τον Απρίλιο του 1827 οδήγησε τον Γενναίο να εγκαταλείψει το στρατόπεδο της Αττικής και να επιστρέψει, μαζί με τον θείο του Νικηταρά, στην Πελοπόννησο.
Το 1828 νυμφεύθηκε την κόρη του Σουλιώτη οπλαρχηγού Φώτου Τζαβέλλα, Φωτεινή, επισφραγίζοντας την πολιτική και στρατιωτική συμμαχία των δύο οικογενειών. Στήριξε την Κυβέρνηση Καποδίστρια και πολέμησε ως ανεξάρτητος καπετάνιος στις μάχες για την ανακατάληψη της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Το 1829 έλαβε τον βαθμό του Συνταγματάρχη των Ελαφρών Ταγμάτων. Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από την Αντιβασιλεία και φυλακίστηκε αλλά έλαβε χάρη από τον βασιλιά Όθωνα. Το 1836 τοποθετήθηκε βασιλικός υπασπιστής και αργότερα έλαβε τον βαθμό του υποστράτηγου.
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης υπήρξε υποστηρικτής του οθωνικού καθεστώτος και συνεργάστηκε με τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη, διοικητή των ταγμάτων της Οροφυλακής, με σκοπό την ανατροπή της Επανάστασης της Γ΄ Σεπτεμβρίου 1843. Η αποτυχία του εγχειρήματος τον οδήγησε στη Νάπολη και αργότερα στο Μόναχο. Κατά την επιστροφή του ασχολήθηκε με την πολιτική και διορίστηκε γερουσιαστής. Το 1852, ηγήθηκε της καταστολής της εξέγερσης των Μανιατών και της σύλληψης του μοναχού Χριστόφορου Παναγιωτόπουλου «Παπουλάκου» (1770 – 1861). Διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδος την περίοδο 26/05/1862 – 10/10/1862 και παράλληλα Υπουργός Εσωτερικών. Η έξωση του βασιλιά Όθωνα τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα και να ζήσει κυρίως στην Ιταλία έως το 1863.
Στις 23 Μαΐου 1868, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης απεβίωσε στην Αθήνα, μετά από άνιση μάχη με ανίατη ασθένεια. Είχε αποκτήσει επτά παιδιά με την Φωτεινή Τζαβέλλα (1810 – 1890), τον Θεόδωρο, γνωστό ως «Φαλέζ», τον Κωνσταντίνο, τη Γεωργίτσα, συζ. Πετιμεζά, την Αικατερίνη συζ. Ροδίου, την Ελένη συζ. Ζώτου, τη Ζωίτσα συζ. Μανώτου και την Ευφροσύνη Κολοκοτρώνη.